Η υποχρέωση διατροφής στο οικογενειακό δίκαιο

Μία από τις πρωταρχικές υποχρεώσεις των συζύγων, προβλεπόμενη ρητά από τον Αστικό νομοθέτη στα άρθρα 1389-1390 ΑΚ, είναι η αμοιβαία συνεισφορά στις οικογενειακές ανάγκες, η οποία καθορίζεται για τον καθένα με υποκειμενικά κριτήρια, όπως την προσωπική του εργασία, τα εισοδήματα και την εν γένει περιουσία του. Στις ανάγκες αυτές περιλαμβάνεται πρωτίστως η διατροφή, τόσο των ίδιων των συζύγων όσο και των τέκνων τους, τόσο ανηλίκων όσο και ενήλικων που σπουδάζουν, εφόσον στερούνται περιουσιακών στοιχείων ή αν διαθέτουν περιουσία, αυτή δεν επαρκεί ώστε να τους αποφέρει εισόδημα. Η διατροφή καλύπτει το σύνολο των κύριων υλικών αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση βασικών βιοτικών αναγκών του δικαιούχου αυτής: ιδίως τροφή, στέγαση, ένδυση, εκπαίδευση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ψυχαγωγία (εξωσχολικές/εξωεπαγγελματικές δραστηριότητες).

Την εκ του νόμου αυτή υποχρέωση παροχής διατροφής αναλαμβάνουν οι σύζυγοι (τόσο ο ένας απέναντι στον άλλον όσο και απέναντι στα τέκνα τους) όχι μόνο κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης αλλά και σε περίπτωση διακοπής αυτής (διάσταση, κατ’ άρθρο 1391 ΑΚ) καθώς και μετά τη λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης (διαζύγιο, κατ’ άρθρα 1392, 1441 παρ. 2, 1442 ΑΚ). Συγκεκριμένα, οι σύζυγοι / γονείς, που δεν επιθυμούν πλέον να είναι μαζί, οφείλουν, ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνάμεις, να διατρέφουν το τέκνο τους, ενώ ως προς τη διατροφή του ενός συζύγου από τον άλλο, πρέπει να συντρέχουν ειδικές προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος. Οι πρώην σύζυγοι, που αποφασίζουν τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης ή τη λύση του γάμου/ συμφώνου συμβίωσής τους μπορούν, με την υπογραφή ιδιωτικού συμφωνητικού, να προσδιορίσουν από κοινού, μεταξύ άλλων, το ποσό, το χρόνο και τον τρόπο καταβολής της διατροφής του εκάστοτε δικαιούχου αυτής. Η συμφωνία αυτή επικυρώνεται από το συμβολαιογράφο, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης συναινετικού διαζυγίου, με συνέπεια την χορήγηση αξιόλογης προστασίας στο δικαιούχο διατροφής.

Κατά κανόνα, η διατροφή οφείλεται σε χρήμα και καταβάλλεται στην αρχή κάθε μήνα. Μπορεί, βέβαια, να καταβληθεί και εφάπαξ, αν οι πρώην σύζυγοι συμφωνήσουν σ’ αυτό εγγράφως. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον οι σύζυγοι αδυνατούν να συμφωνήσουν στα ανωτέρω ζητήματα περί διατροφής, τότε το πολιτικό δικαστήριο καθίσταται αρμόδιο να επιλύσει τη μεταξύ τους διαφωνία και να καθορίσει το ύψος της διατροφής, συνεκτιμώντας ιδιαίτερα τις πραγματικές και παρούσες ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές διαμορφώνονται από τις συνθήκες ζωής του (ανάλογη διατροφή), κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1493 ΑΚ. Ο όρος «συνθήκες ζωής» εξειδικεύεται από το δικαστή και υποδηλώνει τον συνήθη τρόπο διαβίωσης του δικαιούχου, ο οποίος διαφέρει από άτομο σε άτομο, με γνώμονα την ηλικία, το φύλο, τον τόπο κατοικίας, την κατάσταση της υγείας, τις ικανότητες ή κλίσεις καθώς και τις ανάγκες επιμόρφωσης, εκπαίδευσης επιστημονικής ή κοινωνικής δραστηριότητάς του. Επίσης, καθοριστικός παράγοντας για την συγκεκριμενοποίηση του ύψους της διατροφής είναι τα έσοδα και οι δαπάνες των γονέων, δηλαδή τόσο του γονέα που ασκεί την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου, όσο και γονέα που είναι υπόχρεος προς διατροφή, ενώ παράλληλα προσμετράται και το μηναίο κόστος διαβίωσης του δικαιούχου διατροφής. Τα ίδια ισχύουν και όταν δικαιούχος είναι ενήλικο τέκνο. Προϋπόθεση για την επιδίκαση διατροφής είναι ότι ο δικαιούχος, από οποιαδήποτε οικογενειακή σχέση κι αν απορρέει το δικαίωμά του, παρουσιάζει αποδεδειγμένη αδυναμία να διαθρέψει τον εαυτό του , σύμφωνα με το γενικό κανόνα του άρθρου 1486 ΑΚ.


ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΓΙΑ ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ:

1. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ (παροχή προσωρινής έννομης προστασίας)


Αρχικά, ο δικαιούχος μπορεί, καταθέτοντας αίτηση ασφαλιστικών μέτρων επιδίκασης προσωρινής διατροφής στη γραμματεία του κατά τόπον αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου, να αξιώσει από τον υπόχρεο διατροφή, προκειμένου να διασφαλίσει το σχετικό δικαίωμά του μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, αποδεικνύοντας ότι συντρέχει επικείμενος κίνδυνος ή επείγουσα περίπτωση για την άμεση ρύθμιση του ποσού διατροφής. Ο δικαιούχος έχει, ακόμη, τη δυνατότητα, μόλις καταθέσει την αίτηση των ασφαλιστικών και μέχρι την έκδοση απόφασης επί αυτής, να υποβάλει αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής, για το οποίο αποφαίνεται ο Πρόεδρος Πρωτοδικών εντός πολύ σύντομου χρονικού διαστήματος (2-3 ημέρες). Στην περίπτωση που το αίτημά του γίνει δεκτό, ρυθμίζεται το ποσό διατροφής που θα πρέπει να καταβάλλεται μέχρι την έκδοση απόφασης επί των ασφαλιστικών, ενώ ταυτόχρονα η σχετική αίτηση προσδιορίζεται να συζητηθεί μέσα σε 30 ημέρες (άρθρο 691Α ΚΠολΔ) ή (αν αυτό δεν είναι εφικτό) στο συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα. Η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων είναι εξαιρετικά άμεση, αφού η απόφαση εκδίδεται σε σύντομο χρονικό διάστημα, προς διευθέτηση της κατεπείγουσας περίπτωσης, ωστόσο παρέχουν προστασία περιορισμένης χρονικής εμβέλειας.


2. ΑΓΩΓΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ


Πληρέστερη και αποτελεσματικότερη δικαστική προστασία παρέχει στο δικαιούχο η κατάθεση τακτικής αγωγής για επιδίκαση οριστικής διατροφής, κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (άρθρο 592 παρ. 3 ΚΠολΔ), ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Βέβαια, διατροφή μπορεί να ζητηθεί και μαζί με την αγωγή διαζυγίου, όχι μόνο για τα τέκνα, αλλά και για τον/την σύζυγο, που δεν διαθέτει επαρκή μέσα διαβίωσης. Η δικαστική απόφαση επί της αγωγής διατροφής εκδίδεται σε χρονικό διάστημα 6 μηνών – 1 έτους από τη συζήτηση της εν λόγω αγωγής, με ισχύ για 2 ή και περισσότερα χρόνια, ανάλογα με το τι αιτείται ο δικαιούχος. Εφόσον δεν προσβληθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με τα τακτικά ένδικα μέσα της έφεσης ή της ανακοπής ερημοδικίας, η απόφαση που ρυθμίζει τη διατροφή καθίσταται τελεσίδικη (απρόσβλητη). Πρέπει να σημειωθεί ότι εάν δεν ασκηθεί τακτική αγωγή ή αυτή δεν συζητηθεί, τότε η τυχόν προηγηθείσα απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, λόγω του προσωρινού χαρακτήρα της, παύει να ισχύει και ως εκ τούτου ο δικαιούχος διατροφής μένει απροστάτευτος.


Αξίζει, τέλος, να επισημανθεί ότι ο υπόχρεος προς διατροφή, που μεθοδεύει να αποφύγει την καταβολή διατροφής, μέσω εικονικών μεταβιβάσεων κάθε περιουσιακού του στοιχείου σε συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα (ώστε η υπόλοιπη περιουσία του, σκόπιμα, να μην επαρκεί για τη διατροφή του δικαιούχου), δεν μπορεί να αποκλείσει την ικανοποίηση του δικαιούχου διατροφής.
Ο νομοθέτης προφυλάσσει τον τελευταίο και απέναντι σε τέτοιου είδους δόλιες ενέργειες του υπόχρεου, παρέχοντάς του τη δυνατότητα προσβολής των καταδολιευτικών απαλλοτριώσεων (εκποιήσεις που στην πραγματικότητα είναι σαν δωρεές) με αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια (άρθρα 939-945 ΑΚ). Η απόφαση που δέχεται την αγωγή έχει ως συνέπεια την ανατροπή των γενόμενων κακόπιστων και ψεύτικων μεταβιβάσεων, ώστε στην κυριότητα του υπόχρεου να επιστρέφουν τα περιουσιακά στοιχεία.

Τότε, ο εκάστοτε δικαιούχος δύναται να τα κατάσχει και να τα εκπλειστηριάσει, προς ικανοποίηση της γεννημένης και απαιτητής αξίωσης διατροφής του. Αρκεί η σχετική αγωγή να ασκηθεί εντός 5 ετών από την, βλαπτική για το ίδιο, μεταβίβαση. Ποινική ευθύνη του υπόχρεου που με πρόθεση μεταβίβασε σε άλλους όλη την περιουσία του, υπονομεύοντας την ικανοποίηση του δικαιούχου διατροφής, θεμελιώνεται στο άρθρο 397 Π.Κ. (καταδολίευση δανειστών), βάσει του οποίου προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 2 έτη ή χρηματική ποινή υπό προϋποθέσεις.

Συντομογραφίες:

Α.Κ.: Αστικός Κώδικας,

Κ.Πολ.Δ.: Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Π.Κ.: Ποινικός Κώδικας.

Σωτηρία Κουκούλη

Δικηγόρος, LL.B. Νομικής Σχολής Παν. Αθηνών