Ο θεσμός του τραπεζικού απορρήτου είναι απόρροια του δικαιώματος προστασίας της προσωπικότητας φυσικών προσώπων, όπως αυτό προκύπτει τόσο από το Σύνταγμα (άρθρο 5 παρ. 1 Σ), όσο και από τον Αστικό μας Κώδικα (άρθρο 57 Α.Κ.) και υλοποιείται κατ’ αρχάς μέσω της απαγορεύσεως στα πιστωτικά ιδρύματα να γνωστοποιούν σε τρίτους στοιχεία χρηματοπιστωτικής συναλλαγής.
Η ως άνω υποχρέωση εχεμύθειας της Τραπέζης πηγάζει από τη φύση και την ιδιαιτερότητα της σχέσης μεταξύ του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος και του πελάτη, και συγκεκριμένα λόγω της εμπιστευτικότητας που δημιουργείται μεταξύ των μερών μέσω της γνωστοποίησης εκ μέρους του πελάτη προσωπικών δεδομένων του, όπως είναι λ.χ. η φορολογική του κατάσταση, η πιστοληπτική του ικανότητα κ.ά., στοιχεία απαιτούμενα για τη διακρίβωση της φερεγγυότητάς του. Συνεπώς, το γενικό τραπεζικό απόρρητο καλύπτει όλες τις πληροφορίες σχετικά με το οικονομικό προφίλ του πελάτη, τις οποίες η Τράπεζα συλλέγει τόσο κατά τη διάρκεια της σύμβασης όσο και κατόπιν της λύσης της ή ακόμα και προσυμβατικά, δηλαδή κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων του πελάτη με το εκάστοτε πιστωτικό ίδρυμα, που σημαίνει πως η Τράπεζα, ως αποκλειστικός αποδέκτης των πληροφοριών αυτών απαγορεύεται ρητά να γνωστοποιήσει σε τρίτους τις πληροφορίες αυτές. Η απαγόρευση αυτή αίρεται μόνο με ρητή συναίνεση του πελάτη ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τις οποίες προβλέπει ο νόμος.
Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να γίνει λόγος για την «Τειρεσίας Α.Ε.» και το πώς αυτή σχετίζεται με το τραπεζικό απόρρητο. Πρόκειται για μια ανώνυμη διατραπεζική εταιρεία με μετόχους τις μεγαλύτερες ελληνικές Τράπεζες, η οποία τηρεί δύο αρχεία-λίστες, που αφορούν τον εκάστοτε συναλλασσόμενο, τον «Λευκό Τειρεσία» και τον «Μαύρο Τειρεσία».
Στην πρώτη λίστα καταγράφεται η συνολική οικονομική κατάσταση του πελάτη (λ.χ. η κα Μιχαλάκη έχει δύο πιστωτικές κάρτες, 3 δάνεια, τα οποία εξυπηρετούνται κανονικά κ.ο.κ.), η οποία δημιουργείται κατόπιν της αποστολής των στοιχείων αυτών από την Τράπεζα με την οποία συναλλάσσεται ο πελάτης προς την «Τειρεσίας Α.Ε.», και για την οποία διαβίβαση απαιτείται προηγούμενη ρητή, ειδική και ελεύθερη συγκατάθεση του πελάτη. Άλλωστε, ως προς τούτο, η νομολογία έχει κρίνει πως η συγκατάθεση που έχει συμπεριληφθεί ως δήλωση του πελάτη στους προδιατυπωμένους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), οι οποίοι υπογράφονται κατά τη σύναψη της σύμβασης, δεν είναι έγκυρη, διότι ούτε ελεύθερη είναι (αφού ο πελάτης πιέζεται να συγκατατεθεί, γιατί διαφορετικά δεν θα συναλλαχθεί μαζί του η Τράπεζα), ούτε ειδική (αφού όχι μόνο γίνεται σε χρόνο που δεν έχει προηγηθεί ενημέρωση, αλλά επιπλέον δεν αφορά σε συγκεκριμένη έννομη σχέση – όπως απαιτείται κατά νόμο σε κάθε περίπτωση επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων – αλλά σε κάθε έννομη σχέση με την Τράπεζα, οπότε και δεν θεωρείται εν προκειμένω σύννομη!). Ένα σύνηθες τέτοιο παράδειγμα συνιστά η γνωστοποίηση των προσωπικών δεδομένων του πελάτη από την Τράπεζα προς εισπρακτική εταιρεία, γεγονός που αποτελεί μορφή μη επιτρεπόμενης εκ του νόμου «επεξεργασίας» (π.χ. γνωστοποίηση ονομάτων, αριθμού τηλεφώνου, διεύθυνσης, στοιχεία οφειλών κ.λ.π.), προκειμένου η τελευταία να καλεί τους πελάτες προς ενημέρωσή τους για ληξιπρόθεσμες οφειλές τους. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον δεν έχουν τηρηθεί οι πιο πάνω προϋποθέσεις σύννομης «επεξεργασίας», μπορεί να γεννηθεί αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στο πρόσωπο του πελάτη.
Εν αντιθέσει με τα όσα ισχύουν για την λευκή λίστα, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, στον «Μαύρο Τειρεσία» καταγράφονται μόνο τα δυσμενή στοιχεία, τα οποία αφορούν τον συναλλασσόμενο, όπως είναι λ.χ. οι κατασχέσεις, οι εγγυητικές επιστολές, οι διαμαρτυρημένες συναλλαγματικές, οι αιτήσεις υπερχρεωμένων νοικοκυριών, τα ληξιπρόθεσμα και απαιτητά δάνεια κ.λ.π.. Για τα στοιχεία αυτά δεν ισχύουν οι ως άνω τόσο αυστηρές προϋποθέσεις περί τραπεζικού απορρήτου και συναινέσεως του πελάτη, εντούτοις έχει κριθεί από τα Δικαστήρια ότι η εσφαλμένη καταχώρηση από την «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.» στοιχείων οικονομικής συμπεριφοράς που παρουσιάζουν ως αφερέγγυο ορισμένο πρόσωπο, συνιστά προσβολή της προσωπικότητας και γεννά αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Εδώ, αξίζει να σημειωθεί πως υπεύθυνος επικαιροποίησης των αρχείων αυτών («λευκή» και «μαύρη» λίστα) είναι η εκάστοτε Τράπεζα και όχι η «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια δεύτερη «κατηγορία» ευρύτατου και αυστηρού απορρήτου, το οποίο ισχύει για τις Τραπεζικές καταθέσεις, όπως τούτο προβλέπεται με τον Ν. 1059/1971. Οι κάθε μορφής καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα είναι απόρρητες, οι δε υπάλληλοι ή Διευθυντές Τραπεζών, οι οποίοι παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τις τραπεζικές καταθέσεις πελατών τους διώκονται ποινικά και τιμωρούνται με φυλάκιση, καθώς η πράξη αυτή συνιστά παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα. Παράλληλα, ο εκάστοτε τρίτος – μη δικαιούχος του λογαριασμού – που πείθει τον υπάλληλο της τραπέζης προς παροχή πληροφοριών σχετικά με τις τραπεζικές καταθέσεις τρίτου προσώπου, τιμωρείται ως ηθικός αυτουργός στο ως άνω αδίκημα και μάλιστα, όπως έχει κριθεί, σε περίπτωση που προσκομίζει τα στοιχεία αυτά στο πλαίσιο δίκης, αυτά συνιστούν παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται υπόψιν από το δικαστήριο. Μάλιστα, το αξιόποινο της παράβασης δεν αίρεται ούτε με την συναίνεση του πελάτη (!). Αντιθέτως, σύννομη κρίνεται η παροχή πληροφοριών από τα ως άνω διοικητικά πρόσωπα σε τρίτον/ιδιώτη-μη δικαιούχο του λογαριασμού, μόνον εφόσον προσκομιστεί ειδική άδεια από τον Εισαγγελέα, με την οποία να δικαιολογείται το έννομο συμφέρον του προς τούτο (λ.χ. παροχή πληροφοριών σε σύζυγο αναφορικά με καταθέσεις πρώην συζύγου ενόψει δίκης για τον καθορισμό του ύψους διατροφής).
Εντύπωση προκαλεί η περίπτωση του κοινού τραπεζικού λογαριασμού, όπου με το θάνατο του ενός δικαιούχου, οι καταθέσεις περιέρχονται αυτοδικαίως στον άλλον δικαιούχο, με αποτέλεσμα το απόρρητο να ισχύει και έναντι των κληρονόμων τούτου και έτσι οι τελευταίοι να μην δύνανται να λάβουν οιαδήποτε πληροφορία σχετική με τις τραπεζικές καταθέσεις του κληρονομουμένου, με εξαίρεση την περίπτωση προσβολής της νόμιμής τους μοίρας.
Κατ’ εξαίρεση, το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων αίρεται – μεταξύ άλλων – λόγω χρεών του καταθέτη στο Δημόσιο, στα πλαίσια διενεργούμενων ενεργειών με σκοπό την καταπολέμηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (money laundering), ενώ ευρύτατη εξαίρεση εισήχθη με τον πρόσφατο νόμο που υποχρεώνει τα πιστωτικά ιδρύματα να υποβάλλουν στο Υπ. Οικονομικών κάθε πληροφορία οικονομικού και φορολογικού ενδιαφέροντος, αναγκαία για την βεβαίωση και είσπραξη φόρων με σκοπό την αποτροπή της φοροδιαφυγής.
Τέλος, έναντι του ιδιώτη-δανειστή, ο οποίος έχει δικαίωμα κατάσχεσης, δηλαδή εκτελεστό τίτλο (λ.χ. διαταγή πληρωμής)κατάτης περιουσίας του δικαιούχου της τραπεζικής κατάθεσης, με τον οποίο μπορεί ο δανειστής να επιβάλει κατάσχεση των τραπεζικών λογαριασμών εις χείρας της Τραπέζης ως τρίτης σύμφωνα με τις διατάξεις του Κπολ.Δ., το απόρρητο αίρεται, πλην όμως μόνο μέχρι το ύψος της απαίτησης του δανειστή (βλ. Σχετική Νομολογία: Αριθμός απόφασης 38/2002, Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων).
Ιωάννα – Βασιλική Μιχαλάκη
Δικηγόρος, LL.M. Αστικού Δικαίου
Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια