Δημοσιεύθηκε στις 20-11-2019
Η υιοθεσία είναι ένας νομικός θεσμός παιδικής προστασίας που εφαρμόζεται στη χώρα μας με σκοπό την οικογενειακή αποκατάσταση του απροστάτευτου παιδιού. Είναι η νομική πράξη που διαπλάσσει τεχνητή γονική σχέση και τελείται κατόπιν έκδοσης τελεσίδικης δικαστική απόφασης με την οποία το παιδί αποκόπτεται νομικά από την φυσική – βιολογική του οικογένεια και εντάσσεται πλήρως νομικά στην οικογένεια των θετών του γονέων.
Ο νόμος προβλέπει τη δυνατότητα υιοθεσίας τόσο ενός ανήλικου τέκνου όσο και ενός ενηλίκου, πλην όμως οι προϋποθέσεις διαφέρουν.
Σήμερα στην Ελλάδα εάν κάποιος επιθυμεί να υιοθετήσει ένα ανήλικο παιδί μπορεί να το πράξει με 3 τρόπους : 1) Είτε υποβάλλοντας αίτηση σε κάποιο ίδρυμα παιδικής προστασίας, ΝΠΔΔ, που φιλοξενεί παιδιά (δημόσια υιοθεσία), 2) είτε κατόπιν απευθείας συνεννόησης μεταξύ φυσικών γονέων ή επιτρόπου του ανηλίκου και υποψηφίων θετών γονέων (ιδιωτική υιοθεσία), 3) είτε μέσω διακρατικής υιοθεσίας, στην οποία οι υποψήφιοι θετοί γονείς και το υιοθετούμενο ανήλικο παιδί προέρχονται από διαφορετικές χώρες.
Για να υιοθετηθεί ένα ανήλικο παιδί, πρέπει να συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α) αυτός που υιοθετεί να είναι ικανός για δικαιοπραξία, να έχει συμπληρώσει τα τριάντα (30) χρόνια του και να μην έχει υπερβεί τα εξήντα (60). Σε περίπτωση που είναι έγγαμος, δεν μπορεί να υιοθετήσει χωρίς την ταυτόχρονη συναίνεση του συζύγου του. Δεν μπορούν να υποβάλλουν αίτηση για υιοθεσία άτομα (ομόφυλα ή ετερόφυλα) που έχουν υπογράψει σύμφωνο συμβίωσης, μπορούν όμως να γίνουν ανάδοχοι γονείς, σύμφωνα με τις νέες τροποποιήσεις που εισήγαγε ο ν. 4538/2018,
β) η διαφορά του θετού γονέα από το ανήλικο τέκνο να είναι μεγαλύτερη από δέκα οκτώ (18) χρόνια, αλλά όχι περισσότερη από πενήντα (50) χρόνια, περιορισμός που κατ’ εξαίρεση δεν ισχύει στην περίπτωση που ένας σύζυγος επιθυμεί να υιοθετήσει τέκνο που υιοθετείται ή έχει ήδη υιοθετηθεί από το σύζυγό του,
γ) απαιτείται να υπάρχει αυτοπρόσωπη συναίνεση τόσο των φυσικών γονέων ή του επιτρόπου (σε περίπτωση που δεν υπάρχει γονέας) όσο και του υποψήφιου θετού γονέα. Η συναίνεση των φυσικών γονέων δεν επιτρέπεται να δίδεται πριν από την συμπλήρωση τριών (3) μηνών από την γέννηση του τέκνου, ενώ εάν οι φυσικοί γονείς αρνούνται καταχρηστικώς να συναινέσουν, η συναίνεσή τους αναπληρώνεται με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, στις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος,
δ) απαιτείται να μην υπάρχει άλλος θετός γονέας, εκτός αν πρόκειται για τον σύζυγο του υποψήφιου θετού γονέα,
ε) απαιτείται αυτοπρόσωπη συναίνεση, ενώπιον του δικαστηρίου, του ανηλίκου που υιοθετείται, εφόσον έχει συμπληρώσει το12ο έτος της ηλικίας του.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί πως κατόπιν δημοσίευσης του πρόσφατου ν. 4538/2018, εισήχθησαν ουσιώδεις αλλαγές αναφορικά με την υιοθεσία και την αναδοχή τέκνων, οι οποίες αναμένεται να μειώσουν τον χρόνο αναμονής επιβάλλοντας συγκεκριμένα και δεσμευτικά χρονοδιαγράμματα και να βελτιώσουν τη διαφάνεια στις διαδικασίες αυτές. Συγκεκριμένα, εντός τριών μηνών από την κατάθεση των απαιτούμενων δικαιολογητικών, πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η βεβαίωση καταλληλότητας των υποψήφιων γονέων. Καθιερώνονται ενιαία κριτήρια για όλους τους ενδιαφερόμενους. Παράλληλα, προβλέπεται η δημιουργία Εθνικού Μητρώου, στο οποίο εγγράφονται υποχρεωτικά τα στοιχεία των υποψηφίων αλλά και εκείνα των εγκεκριμένων θετών ή και ανάδοχων γονέων, καθώς και η δημιουργία Ειδικού Μητρώου, στο οποίο εγγράφονται τα στοιχεία των ανηλίκων που φιλοξενούνται σε μονάδες παιδικής προστασίας και φροντίδας είτε λειτουργούν ως νομικά πρόσωπα δημοσίου είτε ως ιδιωτικού δικαίου. Τα ανωτέρω πληροφοριακά δεδομένα καταχωρίζονται από τους υποψήφιους θετούς γονείς είτε μέσω διαδικτυακής πλατφόρμας είτε με αυτοπρόσωπη προσέλευσή τους σε μία από τις αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες του τόπου διαμονής τους.
Πριν από την ολοκλήρωση της υιοθεσίας, διεξάγεται από την κοινωνική υπηρεσία επισταμένη κοινωνική έρευνα, και κατόπιν κατατίθεται στο δικαστήριο σχετική έκθεση, για το εάν η εν λόγω υιοθεσία είναι προς το συμφέρον ή όχι του υιοθετούμενου. Στην πράξη, οι υπηρεσίες αυτές, όπως προβλέπεται στο άρθρο 22 ν. 4538/2018, είναι :
α. οι Διευθύνσεις Κοινωνικής Μέριμνας ή, κατά περίπτωση, τα Τμήματα Κοινωνικής Αλληλεγγύης των Διευθύνσεων Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας των
Περιφερειών/ Περιφερειακών Ενοτήτων,
β. οι Κοινωνικές Υπηρεσίες των Κέντρων Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφερειών
γ. τα Δημοτικά Βρεφοκομεία.
Στο πλαίσιο της διαδικασίας της κοινωνικής έρευνας που ακολουθείται, ο αρμόδιος κοινωνικός λειτουργός πραγματοποιεί συνεντεύξεις με τους υποψήφιους θετούς γονείς, ενώ περαιτέρω εξετάζονται μία σειρά από απαραίτητα έγγραφα που απαιτείται να υποβάλλουν οι θετοί γονείς (όπως λ.χ. ιατρικά έγγραφα, εκκαθαριστικά σημειώματα, πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, ποινικό μητρώο κλπ).
Σε περίπτωση θετικής έκβασης της κοινωνικής έρευνας, η αρμόδια κοινωνική υπηρεσία εγγράφει τον υποψήφιο στο ειδικό μητρώο που τηρεί και στη συνέχεια διεξάγει πρόγραμμα εκπαίδευσης και επιμόρφωσής τους από εξειδικευμένους επιστήμονες. Μετά και την επιτυχή παρακολούθηση του προγράμματος εκπαίδευσης, η αρμόδια κοινωνική υπηρεσία υποχρεούται να μεριμνά για την εγγραφή των ενδιαφερομένων στο Εθνικό Μητρώο Υποψήφιων Θετών Γονέων.
Για την ολοκλήρωση της υιοθεσίας και την έναρξη των νομίμων αποτελεσμάτων της, απαιτείται τελεσίδικη δικαστική απόφαση (διαπλαστικού χαρακτήρα), η οποία εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως του υποψηφίου θετού γονέα που υποβάλλεται στο αρμόδιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο), στην περιφέρεια του οποίου έχει τη συνήθη διαμονή του εκείνος που υιοθετεί ή εκείνος που υιοθετείται. Μόλις εκδοθεί η δικαστική απόφαση που δέχεται την αίτηση των υποψήφιων θετών γονέων για υιοθεσία, πρέπει να επιδοθεί στον Εισαγγελέα και μετά την παρέλευση 30 ημερών από την επίδοση, αν ο Εισαγγελέας δεν ασκήσει έφεση, αυτή καθίσταται τελεσίδικη, οπότε και η υιοθεσία θεωρείται τετελεσμένη. Ο Εισαγγελέας του αρμόδιου για την κήρυξη της υιοθεσίας δικαστηρίου οφείλει μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την τελεσιδικία της απόφασης να εγγράφει τα στοιχεία των εγκεκριμένων θετών γονέων στο Εθνικό Μητρώο Υιοθεσιών. Την ίδια υποχρέωση έχουν οι εξειδικευμένες σε θέματα διακρατικών υιοθεσιών υπηρεσίες και οργανώσεις.
Στην συνέχεια, πρέπει να γίνει η εγγραφή της απόφασης στο αρμόδιο Ληξιαρχείο, από το οποίο διαγράφονται τα στοιχεία των βιολογικών γονέων του υιοθετούμενου παιδιού. Από το χρονικό σημείο εκείνο και έπειτα, ιδρύεται συγγένεια του υιοθετούμενου με τα μέλη της θετής οικογένειας, το θετό τέκνο αποκτά τα ίδια δικαιώματα (λ.χ. κληρονομικά) και υποχρεώσεις με εκείνα που έχουν τα τέκνα γεννημένα εντός γάμου και διακόπτεται κάθε νομικός δεσμός του τέκνου με τους φυσικούς του γονείς, οι οποίοι δεν έχουν ούτε δικαίωμα επικοινωνίας με αυτό, ενώ οι θετοί γονείς αποκτούν αυτοδικαίως την γονική του μέριμνα. Το θετό τέκνο λαμβάνει το επώνυμο του θετού γονέα του, έχει όμως το δικαίωμα, μόλις ενηλικιωθεί, να προσθέσει και το πριν από την υιοθεσία επώνυμό του.
Εν κατακλείδι, επισημαίνεται πως η διαδικασία της υιοθεσίας δεν είναι τόσο περίπλοκη και χρονοβόρα όσο έχει καθιερωθεί στην συνείδηση των περισσότερων, ωστόσο πρόκειται για μία διαδικασία που απαιτεί την δέουσα υπευθυνότητα και προσοχή. Για τον σκοπό αυτό, καθ’ όλη την διάρκεια της διαδικασίας οι υποψήφιοι θετοί γονείς θα πρέπει να προσφεύγουν στην συνδρομή δικηγόρου που εξειδικεύεται στα ζητήματα των υιοθεσιών προκειμένου να λάβουν τις ορθές συμβουλές και κατευθύνσεις.
Ιωάννα – Βασιλική Μιχαλάκη
Δικηγόρος, LL.M. Αστικού Δικαίου
Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια